- ἐφυσιώθησάν
- были надуты
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἐφυσιώθησαν — ἐφῡσιώθησαν , φυσιόω dispose one naturally aor ind pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)